ἀρρώστου

ἀρρώστου
ἄρρωστος
weak
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • ακροαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση: Οι ακροαστικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν είναι απεριόριστες. 2. (ιατρ.), αυτός που γίνεται αντιληπτός με την εξεταστική μέθοδο της ακρόασης: Η ακροαστική εξέταση του αρρώστου έδωσε αρκετά στοιχεία. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόαση — η 1. το να ακούει κανείς με προσοχή: Μετά την ακρόαση του Ευαγγελίου ακολούθησε το κήρυγμα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός και να ακούεται από επίσημα πρόσωπα: Ζήτησα ακρόαση από τον πρύτανη. 3. (ιατρ.), η εξέταση από το γιατρό του αρρώστου με το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • больныи — (175) пр. Больной: не подобаѥть чюдити сѩ добротѣ женьстѣи. нъ помыслити ю абиѥ больноу и състарѣвъшѫ сѩ. (ἀσϑενής) Изб 1076, 90 об.; моужь... тъче мѩ въ ногоу больноую рекыи. ицѣлѩѥть тѩг(с)ь iс҃ хс҃ъ. ЧудН XII, 74в; Въпросъ ˫ако же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • αεροηλιοθεραπεία — η θεραπεία, που επιτυγχάνεται με την έκθεση τού σώματος τού αρρώστου στον αέρα και τον ήλιο …   Dictionary of Greek

  • αιμοθεραπεία — Θεραπεία με παρεντερική χορήγηση αίματος (μετάγγιση). * * * η Ιατρ. γενικά η χρησιμοποίηση αίματος και συχνότερα τού αίματος τού ίδιου τού αρρώστου για θεραπεία (αυτοαιμοθεραπεία). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα + θεραπεία, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου …   Dictionary of Greek

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”